- αρχομανία
- ητο υπέρμετρο πάθος κατάκτησης της αρχής ή της εξουσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο-* + μανία < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ι. Περβάνογλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχομανία — η η μανία να έχει κανείς κάποιο αξίωμα: Η αρχομανία αυτού του ανθρώπου δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχο- — (AM ἀρχο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό σε μικρό σχετικά αριθμό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο, και δηλώνει είτε την έννοια της πρώτης αρχής, του… … Dictionary of Greek
φιλοπρωτεία — και δ. γρφ. φιλοπρωτία, η, ΝΜΑ [φιλοπρωτεύω] 1. το να επιδιώκει κανείς τα πρωτεία, το να επιδιώκει κανείς να είναι πάντοτε πρώτος 2. (κατ επέκτ.) φιλαρχία, αρχομανία … Dictionary of Greek
φιλαρχία — η η αγάπη της εξουσίας, η ζωηρή επιθυμία του ατόμου να έχει εξουσία στα χέρια του, η αρχομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοπρωτία — η το να είναι κανείς φιλόπρωτος (βλ. λ.), η ροπή του φιλόπρωτου, η αρχομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)